- λαφυροπωλοῦντες
- λαφῡροπωλοῦντες , λαφυροπωλέωsell bootypres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαφυροπωλώ — λαφυροπωλῶ, έω (Α) [λαρυφοπώλης] πουλώ λάφυρα («ἔμειναν ἡμέρας ἑπτὰ λαφυροπωλοῡντες», Ξεν.) … Dictionary of Greek